Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Μίλα μου σαν τη βροχή



(…)

ΑΝΔΡΑΣ
Πρέπει να μου μιλήσεις, είναι ανάγκη! Πρέπει να ξέρω, αγάπη μου. Μίλησέ μου. Μίλησε μου σαν τη βροχή, κι εγώ θα’ μαι ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω, θα είμαι ξαπλωμένος…

ΓΥΝΑΙΚΑ
Θέλω να φύγω από δω.

ΑΝΔΡΑΣ
Να φύγεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Θέλω να φύγω μακριά!

ΑΝΔΡΑΣ
Μόνη!

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι, μόνη! (Ξαναγυρίζει κοντά στο παράθυρο.) Θα πάω να μείνω μ’ ένα ψεύτικο όνομα σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα…

ΑΝΔΡΑΣ
Με τι όνομα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Άννα Τζόουνς… Η καμαριέρα θα είναι μια μικρόσωμη, γερασμένη γυναίκα και όλη την ώρα θα μιλάει για τον εγγονό της… Όταν θα ετοιμάζει το κρεβάτι μου, εγώ θα κάθομαι με τα χέρια μου κρεμασμένα από δω κι από κει, κι εκείνη θα μιλά για τον εγγονό της με ήρεμη, απαλή φωνή…(Κάθεται κοντά στο παράθυρο και πίνει νερό.) Το δωμάτιο θα είναι ήσυχο, μισοσκότεινο και γεμάτο με το μουρμουρητό.

ΑΝΔΡΑΣ
… της βροχής.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι. Της βροχής.

ΑΝΔΡΑΣ
Κι ύστερα;

ΓΥΝΑΙΚΑ
Η αγωνία θα φύγει.

ΑΝΔΡΑΣ

Ναι…

ΓΥΝΑΙΚΑ
Σε λίγο η γριά καμαριέρα θα μου πει «το κρεβάτι σας είναι έτοιμο» κι εγώ θα πω «Ευχαριστώ. Πάρτε ένα δολάριο απ’ την τσάντα μου». Έπειτα η πόρτα θα κλείσει και θα μείνω πάλι μόνη μου. Τα παράθυρα θα είναι ψηλά, με γαλάζια παντζούρια, κι απ’ έξω θα πέφτει ασταμάτητα η βροχή. Η ζωή μου θα μοιάζει με το δωμάτιο: ήσυχη, μισοσκότεινη και γεμάτη με το μουρμουρητό…

ΑΝΔΡΑΣ
… της βροχής.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι, της βροχής. (…) Δε θ’ αντέχω στην παραμικρή κούραση… Θα’ χω λίγη δύναμη ίσα ίσα να κατεβαίνω στην ακρογιαλιά για ένα μικρό περίπατο. Θα βρω εκεί ένα ήσυχο μέρος να κάθομαι και θ’ ακούω από μακριά την ορχήστρα να παίζει χαρούμενη μουσική, την ώρα που θ’ αρχίζει να σκοτεινιάζει… Θα’ χω ένα μεγάλο δωμάτιο με γαλάζια παράθυρα, και κάθε μέρα θ’ ακούω τη βροχή να πέφτει, να πέφτει αδιάκοπα… Και θα’ μαι τόσο κουρασμένη από τη ζωή μου στη πόλη, που η βροχή δε θα με πειράζει καθόλου. Θα είμαι τόσο ήρεμη. Οι ρυτίδες θα φύγουν από το πρόσωπό μου και τα μάτια μου δε θα’ ναι πια φλογισμένα. Δε θα’ χω κανένα φίλο, κανένα γνωστό… Κι όταν θα θέλω να ξανακοιμηθώ θα γυρίζω στο μικρό μου ξενοδοχείο. (…) Δε θα’ χω ιδέα τι θα γίνεται στον κόσμο, κι ούτε θα νιώθω τον καιρό πως περνάει… Ώσπου μια μέρα θα κοιτάξω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και θα δω πως τα μαλλιά μου θα’ χουν αρχίσει ν’ ασπρίζουνε. Και τότε, για πρώτη φορά, θα καταλάβω πως έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο μόνη, με ψεύτικο όνομα, χωρίς κανένα φίλο και κανένα γνωστό, πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Θα ξαφνιαστώ λιγάκι μ’ αυτό, δε θα στεναχωρηθώ όμως καθόλου. Θα’ μαι ευχαριστημένη που ο καιρός πέρασε τόσο εύκολα… Καμιά φορά μπορεί να πηγαίνω στον κινηματογράφο. Θα βλέπω στο πανί φανταστικούς ήρωες και φανταστικές ιστορίες, κι όταν θα επιστρέφω στο δωμάτιό μου θα διαβάζω παλιά βιβλία και ημερολόγια πεθαμένων συγγραφέων. Και θα τους νιώθω τόσο κοντά μου, όσο δεν ένιωθα ποτέ κανέναν απ’ όσους γνώριζα πριν αποτραβηχτώ από τον κόσμο… και θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο στο χέρι, ενώ έξω θα βρέχει. Θα ξυπνάω για μια στιγμή, θ’ ακούω το μουρμουρητό της βροχής, και πάλι θα κλείνουν τα μάτια μου, και θα βρέχει, θα βρέχει αδιάκοπα… Κι ένα βράδυ που θα’ χω γυρίσει από τον κινηματογράφο, μονάχη μου, θα κοιτάξω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και θα δω τα μαλλιά μου να’ χουν γίνει κάτασπρα. Κάτασπρα σαν τον αφρό των κυμάτων… Θεέ μου, πόσο αδύνατη θα’ χω γίνει, σχεδόν διάφανη! Και τότε θα καταλάβω, σαν μέσα σε όνειρο, πως έμεινα σ’ αυτό το ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα, χωρίς αγωνίες και στεναχώριες, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή. Δεν θα θυμάμαι ούτε καν τα ονόματα των ανθρώπων που γνώριζα πριν, ούτε και τι θα πει να περιμένει κανείς κάποιον που μπορεί και να μην έρθει ποτέ… Έτσι, κοιτάζοντας το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, θα καταλάβω πως ήρθε πια για μένα ο καιρός να περπατήσω ακόμη μια φορά στην ακρογιαλιά, ενώ από παντού θα με χτυπάει ο μεγάλος άνεμος, ο καθαρός αέρας που έρχεται από τα πέρατα του κόσμου, από τις μακρινές παγωμένες περιοχές του διαστήματος, από τους χώρους που απλώνονται πιο πέρα κι από την τελευταία γωνιά του διαστήματος. Ναι… Εκείνη τη νύχτα θα κατέβω στην ακρογιαλιά. Θα περπατώ μες τον άνεμο, κι όλοένα θ’ αδυνατίζω…

ΑΝΔΡΑΣ
Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου…

ΓΥΝΑΙΚΑ
…θ’ αδυνατίζω, θ’ αδυνατίζω, θ’ αδυνατίζω…(Ο ΑΝΔΡΑΣ πηγαίνει κοντά της και τη σηκώνει δια της βίας από τη καρέκλα.) Ώσπου στο τέλος δε θα’ χω καθόλου σώμα κι ο άνεμος θα με τυλίξει στ’ άσπρα και παγωμένα χέρια του για πάντα και θα με πάρει μαζί του μακριά!

ΑΝΔΡΑΣ (Πιέζει το στόμα του στο λαιμό της)
Έλα στο κρεβάτι μαζί μου!

ΓΥΝΑΙΚΑ
Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω μακριά! ( Ο ΑΝΔΡΑΣ την αφήνει. Εκείνη προχωράει στη μέση του δωματίου, μην μπορώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς της, και κάθεται στο κρεβάτι. Ο ΑΝΔΡΑΣ αναστενάζει και σκύβει έξω από το παράθυρο, ενώ η βροχή δυναμώνει. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ανατριχιάζει και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της. Οι λυγμοί της σβήνουν, αλλά ανασαίνει με δυσκολία. Ο ΑΝΔΡΑΣ εξακολουθεί να είναι σκυμμένος έξω από το παράθυρο. Στο τέλος εκείνη του λέει απαλά)
Έλα στο κρεβάτι μωρό μου…

Ο ΑΝΔΡΑΣ στρέφει το πρόσωπό του στη ΓΥΝΑΙΚΑ σαν χαμένος…




ΤΕΝΝΕΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ
«Μίλα μου σαν τη βροχή»
Μονόπρακτα
Απόδοση Νίκος Γκάτσος
Εκδόσεις: Πατάκη

Photo: Josephine Sacabo, “El final”

Δεν υπάρχουν σχόλια: