Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

«Στα δίνω όλα, δε μπορώ άλλα»


-Είσαι λυπημένη. Άσε με να σου τραγουδήσω ένα τραγούδι που θα σε διασκεδάσει.

-Είναι πολύ μεγάλο;

-Είναι μεγάλο, αλλά είναι πολύ πολύ ωραίο. ΄Οποιος μ’ ακούει να το τραγουδάω ή του ‘ρχονται δάκρυα στα μάτια ή –

-Ή τι;

-Ή δεν του ‘ρχονται. Τ’ όνομα του τραγουδιού είναι «Τα ματάκια των μπακαλιάρων».

-Α, αυτός είναι ο τίτλος του τραγουδιού...

-Μα όχι! Δε καταλαβαίνεις. Αυτό είναι το όνομά του. Ο τίτλος στη πραγματικότητα είναι: «Ένας άντρας γέρος, γέρος».

-Τότε έπρεπε να ‘χα πει ‘έτσι λέγεται το τραγούδι;

-΄Οχι δεν έπρεπε. Αυτό είναι τελείως άλλο πράγμα. Το τραγούδι λέγεται «Τρόποι και σημασίες» - αλλά έτσι λέγεται μονάχα.

-Μα ποιό είναι αυτό το τραγούδι τότε;

-Έρχομαι και σ’ αυτό. Το τραγούδι είναι στη πραγματικότητα το «Καθισμένος στο πορτάκι» (ή « Σ’ ένα φράχτη εκεί ψηλά») κι η μουσική του είναι δική μου επινόηση.

Λέγοντας αυτά, σταμάτησε το άλογο κι άφησε τα χαληνάρια να πέσουν στο λαιμό του. Ύστερα, χτυπώντας αργά το ρυθμό με το ‘να του χέρι μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο να φωτίζει το καλόκαρδο, χαζούλικο πρόσωπο, άρχισε.

Απ’ όλα τα παράξενα πράγματα που είδε η Αλίκη στο ταξίδι της μέσα απ’ το καθρέφτη, αυτό ήτανε που θυμόταν πάντα πιο καθαρά. Ακόμα και μετά από χρόνια μπορούσε να ξαναφέρει στο νου της όλη τη σκηνή, σαν να ‘ χε γίνει μόλις χθες – τα ήρεμα γαλάζια μάτια και το ευγενικό χαμόγελο του ιππότη – τον ήλιο που βασίλευε να λάμπει στα μαλλιά του και ν’ αστράφτει πάνω στη πανοπλία του μ’ ένα φλογερό φως που σχεδόν τη θάμπωνε – το άλογο που ήσυχα περπατούσε ολόγυρα, με τα χαληνάρια αφημένα να κρέμονται στο λαιμό του, σκαλίζοντας με το πόδι του το χορτάρι -  και πίσω, τις μαύρες σκιές του δάσους – όλα αυτά τα συγκράτησε στο μυαλό της σαν πίνακα ζωγραφικής, έτσι καθώς έγερνε σ΄ ένα δέντρο, σκιάζοντας με το ‘να χέρι τα μάτια, κοιτώντας το παράξενο ζευγάρι, κι ακούγοντας, σαν να ονειρευότανε, το μελαγχολικό σκοπό του τραγουδιού.

Ο σκοπός όμως αυτός δεν είναι δική του επινόηση είπε μέσα της. Είναι ο σκοπός του τραγουδιού «Στα δίνω όλα, δε μπορώ άλλα». Στάθηκε κι άκουγε με μεγάλη προσοχή, αλλά δεν έκλαψε.


Παιδί με τ’ ασυννέφιαστο, τ’ αθώο μέτωπό σου,
συ που κοιτάς μ’ ανήσυχα κι ονειροπόλα μάτια,
αν τώρ’ αλλάξαν οι καιροί, κι έφυγα απ ‘το πλευρό σου,
αν της ζωής μας χώρισαν κ΄που τα μονοπάτια,
ένα πλατύ χαμόγελο πάντα θα χαιρετάει
το παραμύθι τ’ όμορφο που πάλι ξεκινάει.

Το φωτεινό σου πρόσωπο εγώ πια το ΄χω χάσει·
το ασημένιο γέλιο σου ξέχασα πια – που είναι;
Στα νιάτα σου τα ζωηρά, ξέρω, δε θα περάσει
σκέψη δικιά μου πια καμμιά: Για λίγο μόνο μείνε
σε μια μεριά, σταμάτησε την ώρα που κυλάει,
κι άκου το παραμύθι μου που πάλι ξεκινάει.

Το παραμύθι μου αυτό το ίδιο είναι εκείνο
που σ’ άλλες μέρες άνθισε, μέσα στο καλοκαίρι,
με ήλιους να λάμπουνε ψηλά, έτσι απλά, σαν κρίνο,
και στων κουπιών μας το ρυθμό τη συντροφιά είχε φέρει –
Μνήμες που ακόμα τριγυρνούν, στη θύμησή μας ζούνε,
αν και τα χρόναι φυονερά ξεχάστε τα θα πούνε.

Έλα κοντά μου κι άκουσε, προτού φωνή με βία,
σκληρή φωνή, που ‘ναι πολλά μηνύματα γεμάτη,
καλέσει μια πρωτόγνωρη για μας μελαγχολία,
μας στείλει σ’αφιλόξενο και σιωπηλό κρεβάτι –
Καλή μου, είμαστε παιδιά, παιδιά μεγάλα τώρα,
και τρέμουμε όταν έρχεται να κοιμηθούμε η ώρα.
 

Καθώς ο ιππότης τραγουδούσε τα τελευταία λόγια της μπαλάντας, μάζεψε τα χαλινάρια, και έστρεψε το κεφάλι του αλόγου προς το δρόμο που είχαν έρθει.

-Θα περπατήσεις μόνο λίγα μέτρα, θα κατηφορίσεις το λόφο, θα πηδήξεις το ρυάκι, κι ύστερα θα γίνεις βασίλισσα – όμως θα σταθείς να με δείς που θα φεύγω, θα μ’ αποχαιρετήσεις πρώτα;

Πρόσθεσε, καθώς η Αλίκη γύρισε ανυπόμονα ν’ απομακρυνθεί.

-Δε θ’ αργήσω. Θα περιμένεις και θα κουνήσεις το μαντήλι σου όταν φτάσω σ’ εκείνη τη στροφή; Νομίζω πως αυτό θα μου δώσει κουράγιο, ξέρεις.

-Και βέβαια θα περιμένω. Κι ευχαριστώ πολύ που ήρθατε τόσο μακρυά μαζί μου – και για το τραγούδι – μ’ άρεσε πάρα πολύ.

-Το ελπίζω. Δεν έκλαψες όμως τόσο όσο περίμενα.

Έτσι σφίξανε τα χέρια, κι ύστερα ο ιππότης τράβηξε αργά προς το δάσος. Έφτασε στη στροφή, και τότε του κούνησε το μαντήλι της, και περίμενε, μέχρι που χάθηκε απ’ τα μάτια της.

-Ελπίζω να του ‘δωσα λίγο κουράγιο.




Αλίκη 
μες στον Καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί

Λιούις Κάρολ

μτφ Σωτήρη Κακίση





(Horses in my Dreams/ in project

"και θα σφάξουμε το κουνέλι. η ζωή είναι ωραία. η ζωή είναι καλή. θα σφάξουμε το κουνέλι"

αλίκη/ λιούις κάρολ & κύματα/ βιρτζίνια γουλφ

αγγελική παπαθεμελή σοφία κορώνη
μουσική θάνος ανεστόπουλος) 

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

αν




Αν εσύ, που συναντώ για πρώτη φορά, μου έλεγες, «Το λεωφορείο φεύγει στις τέσσερεις», δεν θα καθόμουν να ετοιμάσω στα γρήγορα μια βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα· θα ερχόμουν αμέσως.





βιρτζίνια γουλφ
κύματα
μτφ άρης μπερλής 



 


mary ellen mark

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

into my arms









... εμείς οι δύο από εκατομμύρια εκατομμυρίων, για μια στιγμή από μυριάδες αμέτρητες στιγμές παρελθόντος και μέλλοντος, φλεγόμασταν θριαμβευτικά. Η στιγμή μετρούσε, η στιγμή αρκούσε. Κι ύστερα… καθώς το κύμα σπάζει, διαλυθήκαμε υποκύψαμε…




ήταν τεράστιο το εγχείρημα, είπα.





κι εδώ πρέπει να ‘χουμε ξανά μουσική. ένα οδυνηρό, λαρυγγικό, εκ βαθέων, αλλά δυνατό τραγούδι, σαν του κορυδαλλού.


βιρτζίνια γουλφ



φωτογραφία δημήτρης αλεξάκης