Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

O ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΙΜΑΙΡΑ ΤΟΥ



Κάτω από έναν απέραντο γκρίζο ουρανό, σε μια μεγάλη σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χλόη, δίχως ένα γαϊδουράγκαθο, δίχως μια τσουκνίδα, συνάντησα πολλούς ανθρώπους που περπατούσαν σκυφτοί. Ο καθένας κουβαλούσε στη πλάτη του μια πελώρια Χίμαιρα, βαριά σαν ένα σακί αλεύρι ή κάρβουνο, ή σαν τον εξοπλισμό ενός Ρωμαίου στρατιώτη του πεζικού.
Αλλά το τερατόμορφο ζώο δεν ήταν ένα άψυχο βάρος∙ αντίθετα, τύλιγε και συμπίεζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και δυνατούς μυς του∙ γαντζωνόταν με τα δύο μεγάλα νύχια του στο στήθος του υποζυγίου του∙ και το μυθικό του κεφάλι δέσποζε στο μέτωπο του ανθρώπου σα μια απ’ αυτές τις φριχτές περικεφαλαίες που φορούσαν οι παλιοί πολεμιστές ελπίζοντας να τρομάξουν περισσότερο τον εχθρό. Ρώτησα έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους να μου πει που πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε πως δεν ήξερε τίποτα, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι∙ αλλά πως ήταν ολοφάνερο ότι κάπου πήγαιναν, αφού τους έσπρωχνε μια ακατανίκητη ανάγκη να περπατήσουν.
Και κάτι άξιο περιέργειας: κανείς απ’ αυτούς τους ταξιδιώτες δεν φαινόταν εξοργισμένος με το άγριο θηρίο που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του και κολλημένο στη ράχη του∙ θα’ λεγε κανείς ότι το λογάριαζε σα μέρος του εαυτού του. Όλα αυτά τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν έδειχναν καμιά απελπισία∙ κάτω από τον μελαγχολικό θόλο του ουρανού, με τα πόδια βυθισμένα μέσα στη σκόνη μιας γης το ίδιο απελπισμένης μ’ αυτόν τον ουρανό, βάδιζαν με το υποταγμένο πρόσωπο αυτών που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα.
Και η πομπή πέρασε πλάι μου και βυθίστηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του ορίζοντα, στο σημείο που η στρογγυλή επιφάνεια του πλανήτη ξεφεύγει από την περιέργεια της ανθρώπινης ματιάς.
Και για λίγα λεπτά μ’ έπιασε το πείσμα να θέλω να καταλάβω αυτό το μυστήριο∙ αλλά γρήγορα η ακατανίκητη Αδιαφορία με κυρίεψε, και βρέθηκα πιο βαριά εξουθενωμένος εγώ παρά αυτοί από τις συντριπτικές τους Χίμαιρες.



«Η Μελαγχολία του Παρισιού»
Κάρολος Μπωντλαίρ

Μετάφραση: Εύα Μυλωνά
«Όταν οι άγγελοι περπατούν»
Ανθολογία πεζού ποιήματος
Στρατής Πασχάλης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο

Photo: Robert & Shana ParkeHarrisson
Study for Bloodline (1995)

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Άννα Αχμάτοβα ..."πέντε άλφα,μια παρατεταμένη κραυγή"



ΡΕΚΒΙΕΜ
(απόσπασμα)

Αντί προλόγου


Στα φοβερά χρόνια της γιεζόβσινα, πέρασα δεκαεφτά μήνες περιμένοντας στην ουρά μπροστά στις φυλακές του Λένιγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με «αναγνώρισε». Τότε μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει βέβαια ποτέ της το όνομά μου ξύπνησε απ’ την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ’ αυτί μου(εκεί όλοι μίλαγαν ψιθυριστά):
- Κι αυτό μπορείτε να το περιγράψετε;
Κι εγώ της είπα:
- Μπορώ.
Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό της.


1 Απριλίου 1957, Λένιγκραντ



Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

photo Michael Kenna
"Balcony, Peterhof Russia" (1999)

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

"Μοιάζει η μετέπειτα ζωή γαλήνια;"




Αλεξάντερ Μπλοκ

Ποίημα: Για την Άννα Αχμάτοβα. 1913


«Η ομορφιά είναι τρομακτική», - σας λένε.
Σεις όμως ρίχνετε κουρασμένα στους ώμους ένα ισπανικό σάλι
Στα μαλλιά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
«Η ομορφιά είναι απλή», - σας λένε.
Σεις όμως πολύ απλά τυλίγετε το πολύχρωμο σάλι γύρω
από ένα παιδί
Στο πάτωμα – το κόκκινο τριαντάφυλλο.
Σαστισμένη στέκεστε απέναντι σ’ όλα τα λόγια
Που ηχούν τριγύρω
Σκέφτεστε μελαγχολικά
Και μονολογείτε:
Δεν είμαι τρομακτική, δεν είμαι απλή∙
Δεν είμαι τόσο τρομακτική ώστε απλά να σκοτωθώ∙
Δεν είμαι τόσο απλή ώστε να μην ξέρω πόσο τρομακτική
είναι η ζωή.




ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

CINQUΕ.

«Μοιάζει η μετέπειτα ζωή γαλήνια;»

Α. Μπλοκ


3.

Για τόσο καιρό μίσησα
Να με θεωρούν αξιολύπητη,
Όμως μια στάλα απ’ τη δική σου λύπηση
Και περιδιάβαινα σαν ήλιος να ήταν στο κορμί μου.

Γι’ αυτόν τον λόγο και τριγύρω μου της χαραυγής το φως.
Περιδιαβαίνω κάνοντας θαύματα
Γι’ αυτό!

(20 Δεκεμβρίου 1945)




**
*

«Εγκατέλειψα τις ακτές σου, Αυτοκράτειρα,
παρά τη θέλησή μου.»

Αινειάδα, 6ο Βιβλίο




Μη σκιάζεσαι – ακόμα μπορώ να απεικονίσω
Τα κοινά μας χαρακτηριστικά.
Είσαι ένα φάντασμα – ή άνθρωπος διαβάτης
Μα για κάποιο λόγο μ’ αρέσει η σκιά σου.

Για λίγο καιρό ήσουν ο Αινείας μου –
Ήταν τότε που γλίτωσα από την πυρκαγιά.
Ξέρουμε πώς να μένουμε μεταξύ μας σιωπηλοί.
Και συ ξέχασες το καταραμένο μου σπίτι.

Ξέχασες αυτά τα απλωμένα μου σε σένα τα χέρια
Σε τρόμο και μαρτύριο, μέσα στη φωτιά,
Και τη διήγηση των αναθεματισμένων των ονείρων.

Δεν ξέρεις για ποιο λόγο συγχωρέθηκες…
Η Ρώμη ιδρύθηκε, σμήνη στόλων πλέουν στη θάλασσα,
Και η κολακεία πλέκει τα εγκώμια της νίκης.

(1962, Κομάροβο)




«Άννα Αχμάτοβα
Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας»

Βόλφγκανγκ Χέσνερ
μετάφραση: Ανίτα Συριοπούλου
απόδοση ποιημάτων: Γιάννης Αντιόχου
εκδόσεις: Μελάνι