Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Jump




Για να φτάσεις σ’  αυτό που δεν γνωρίζεις
πρέπει να ακολουθήσεις έναν δρόμο που είναι ο δρόμος
της άγνοιας.
Για ν’ αποκτήσεις ό,τι δεν κατέχεις
πρέπει να ακολουθήσεις τον δρόμο της στέρησης.
Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν είσαι
πρέπει ν’ ακολουθήσεις τον δρόμο όπου δεν είσαι.




Τ.Σ. Έλλιοτ
Τέσσερα Κουαρτέτα
East Coker
μτφ Χάρης Βλαβιανός 


photo:Susan Burnstine "Jump" 
 

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

εμείς οι λίγοι



Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες το αίμα μας
Κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμμε την ουσία του είναι μας
κα σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.




Γιώργος Μακρής
'' Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή"
Επιμελητής: Γονατάς, Επαμεινώνδας Χ
εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1986



photo: Jack Spencer "World Watcher" 



Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

πάσχα




  Oscar Wilde:

«Όταν ο Ιησούς θέλησε να γυρίσει στη Ναζαρέτ», διηγιόταν (ο ΄Οσκαρ), «η Ναζαρέτ ήταν έτσι αλλαγμένη, που δεν αναγνώρισε την πόλη του. Η Ναζαρέτ που είχε ζήσει ήταν γεμάτη δάκρυα και θρήνους – ενώ αυτή που τώρα συναντούσε ήταν όλο γέλια και τραγούδια. Κι ο Χριστός, μπαίνοντας στη πόλη, είδε δούλους φορτωμένους άνθη, που έτρεχαν κατά τη μαρμαρένια σκάλα ενός λευκού μεγάρου μαρμαρένιου. Ο Χριστός μπήκε τότε μες στο σπίτι, και στο βάθος μιας αίθουσας ιάσπινης, ξαπλωμένο μέσα σε μια παχιά πορφύρα, είδ’ έναν άνθρωπο που στα  ξεχτενισμένα του μαλλιά ήταν πλεγμένα ρόδα κόκκινα και που τα χείλη του ήταν κόκκινα κι αυτά απ’ το κρασί. Κι ο Χριστός πήγε κοντά του, τον άγγιξε στον ώμο και του λέει:

-¨Γιατί ζεις τέτοια ζωή;¨ Κι ο άνθρωπος γύρισε, τον γνώρισε κι απάντησε: -¨Ημουν  λεπρός και συ με γιάτρεψες. Γιατί να ζήσω τάχα μ’ άλλον τρόπο;¨

»Κι ο Χριστός βγήκεν απ’ αυτό το σπίτι. Και να που, σ’ ένα δρόμο, είδε μια γυναίκα που το πρόσωπό της και τα ρούχα της βαμμένα και χρωματισμένα και στα πόδια της είχεν υποδήματα όλο μαργαριτάρια και πίσω της βάδιζ’ ένας άνθρωπος που το φόρεμά του ήταν δίχρωμο και που τα μάτια του ήταν γεμάτα πόθους. Κι ο Χριστός πλησίασε τον άντρα, τον άγγιξε στον ώμο και του λέει:

-¨Γιατί ακολουθείς τάχα τη γυναίκα αυτή, και γιατί την κοιτάς μ’ αυτόν τον τρόπο;¨ Κι ο άνθρωπος γύρισε, τον γνώρισε κι απάντησε: - ¨΄Ημουν τυφλός και συ με γιάτρεψες. Τι άλλο τάχα να κοιτάξω με τα μάτια μου;¨

»Κι ο Χριστός πήγε κοντά και στη γυναίκα: - ¨Ο δρόμος που τραβάς¨, της λέει, ¨είναι ο κακός της αμαρτίας∙ γιατί τάχα τον ακολουθείς;¨ Κι η γυναίκα τον γνώρισε και του αποκρίθηκε γελώντας:- ¨Ο δρόμος που τραβώ μ’ αρέσει, και μου συγχώρεσες όλες τις αμαρτίες μου.¨

»Τότε ο Χριστός ένιωσε θλιμμένη την καρδιά του και θέλησε να φύγει απ’ την πόλη. Αλλά, καθώς τραβούσε για να βγεί, είδε, στην άκρη ακριβώς της τάφρου, ένα νέο που ‘κλαιγε. Ο Χριστός πήγε σιμά του τότε και, ΄γγίζοντας τις μπούκλες των μαλλιών του, του λέει: - ¨Φίλε μου, γιατί κλαίς;¨

»Κι ο νέος σήκωσε τα μάτια, τον γνώρισε κι απάντησε: - ¨΄Ημουν νεκρός και συ μ’ ανάστησες∙ τι άλλο πια να κάνω με τη ζωή μου;¨»






André Gide

 “Oscar Wilde – Αναμνήσεις

Απόδοση Ναπολέων Λαπαθιώτης

΄Ινδικτος